- ἀλειμματώδης
- ἀ-λειμματ-ώδης, salbenartig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλειμματώδης — ες (Α ἀλειμματώδης) [ἄλειμμα] ο όμοιος με άλειμμα, με αλοιφή νεοελλ. αυτός που περιέχει πολύ λίπος, πολύ παχύς, λιπαρός … Dictionary of Greek
ἀλειμματῶδες — ἀλειμματώδης unctuous masc/fem voc sg ἀλειμματώδης unctuous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek